γαρνίρισμα

γαρνίρισμα
τό
1) украшение, отделка; убранство; 2) гарнировка (блюд); 3) приукрашивание (в речи)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γαρνίρισμα" в других словарях:

  • γαρνίρισμα — το 1. διακόσμηση, στόλισμα: Μου πήρε πολλή ώρα το γαρνίρισμα της τούρτας. 2. η γαρνιτούρα: Η δίαιτα που κάνω συνιστά κοτόπουλο χωρίς γαρνίρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαρνίρισμα — το [γαρνίρω] 1. πρόσθετη διακόσμηση φορεμάτων, επίπλων, φαγητών κ.λπ. 2. διάνθηση τού λόγου με πρόσθετα στοιχεία …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • αγαρνίριστος — η, ο [γαρνίρω] 1. ο χωρίς γαρνιτούρα, αστόλιστος, αδιακόσμητος 2. (για φαγητά) αυτά που σερβίρονται σκέτα, χωρίς γαρνίρισμα …   Dictionary of Greek

  • αντίδι — Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων. Τα παράρριζά του σχηματίζουν σφαιρικό ρόδακα από το κέντρο του οποίου αναπτύσσεται ο ανθοφόρος βλαστός ύψους μέχρι 1 μ., με άνθη κυανά ή λευκά. Κατάγεται από τη μεσογειακή ζώνη, ή ίσως και από την Ινδία,… …   Dictionary of Greek

  • κορνέ — το 1. ειδικό σκεύος με το οποίο γίνεται το γαρνίρισμα τών γλυκισμάτων με σαντιγύ 2. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cornet, υποκορ. τού corne «κέρας»] …   Dictionary of Greek

  • μπορντούρα — και μπολντούρα, η 1. η άκρη, η παρυφή υφάσματος ή φορέματος 2. το κόσμημα, το γαρνίρισμα με το οποίο στολίζεται η παρυφή 3. πυκνή διακοσμητική σειρά χαμηλών φυτών στην άκρη ή στα χωρίσματα τών κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. bordure (< bord βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • γυψόφιλο — (gypsophila).Γένος μονοετών ή πολυετών, ποωδών δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καρυοφυλλιδών. Έχουν πολύκλαδο στέλεχος, ύψους 50 80 εκ., και άφθονα μικρά, λευκά ή ρόδινα άνθη. Τα κατώτερα φύλλα τους φτάνουν σε μήκος τα 7 εκ., ενώ τα… …   Dictionary of Greek

  • φιλέτο — το (λ. ιταλ.) 1. πρόσθετο λεπτό γαρνίρισμα φορέματος. 2. το κρέας σφαχτού από την περιοχή των νεφρών, το ψαρονέφρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»